παραπομπή

παραπομπή
η, ΝΑ [παραπέμπω]
νεοελλ.
1. αποστολή, διαβίβαση, μεταβίβαση («έγινε η παραπομπή τής αίτησης στους ανωτέρους»)
2. προσαγωγή σε δίκη
3. σημείωση ή υποσημείωση σε κείμενο με την οποία ορίζεται ο συγγραφέας, το σύγγραμμα, το κεφάλαιο, ο στίχος ή η σελίδα από την οποία ελήφθη λέξη, χωρίο ή είδηση και όπου ο αναγνώστης παραπέμπεται για να βρει περισσότερα από όσα γράφονται στο κείμενο
4. μουσ. ειδικό σημείο το οποίο, όταν απαντά δύο φορές στο τεμάχιο, υποχρεώνει τον εκτελεστή να επαναλάβει το μεταξύ αυτών μουσικό κείμενο
5. νηοπομπή, δηλ. συνοδεία εμπορικών πλοίων από πολεμικά εν καιρώ πολέμου
αρχ.
1. αποστολή ή μεταφορά με συνοδεία
2. συνοδεία, ιδίως για φρούρηση, σωματοφυλακή («περὶ τῆς αὐτονομίας διαλεχθεὶς καὶ τῆς ἰδίας ἀσφαλείας, ἔτυχε παραπομπῆς», Διόδ.)
3. ακολουθία
4. προσκομιδή, προμήθεια («ἑκάστης ἡμέρας παραπομπαὶ ἐγίγνοντο», Ξεν.)
5. παρουσίαση, εμφάνιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραπομπῇ — παραπομπή convoying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπομπή — convoying fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπομπή — η 1. αποστολή, διαβίβαση: Έγινε παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο. 2. σημείωση ή υποσημείωση σε κείμενο για την πηγή απ όπου πάρθηκε η λέξη ή η φράση: Οι παραπομπές στις πηγές δείχνουν την ευσυνειδησία του συγγραφέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραπομπαῖς — παραπομπή convoying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπομπαί — παραπομπή convoying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπομπῆς — παραπομπή convoying fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπομπήν — παραπομπή convoying fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπομπῶν — παραπομπή convoying fem gen pl παραπομπός attending as convoy masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …   Dictionary of Greek

  • Ιουστινιάνειο δίκαιο — Το corpus juris civilis, που αποτελεί το καταστάλαγμα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: α) Εισηγήσεις (iustitutiones), οι οποίες διαιρούνται σε τέσσερα βιβλία, καθένα από τα οποία χωρίζεται σε τίτλους και κάθε τίτλος σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”